Κόρακας ή Κόραξ

Κόρακας ή Κόραξ
(15ος αι.). Βυζαντινός θεολόγος και άρχοντας. Έζησε στην εποχή του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1422), εστάλη από τον αυτοκράτορα στον σουλτάνο Μουράτ Β’ προκειμένου να τον πείσει να λύσει την πολιορκία. Μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη κατηγορήθηκε ότι συμφώνησε την παράδοση της Πόλης στους Τούρκους και φυλακίστηκε. Η προδοσία του αποδείχθηκε και τιμωρήθηκε με τύφλωση από τους Κρήτες της φρουράς. Πέθανε στη φυλακή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κόρακας — Κόραξ raven masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρακας — κόραξ raven masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • κόραξ — (5ος αι. π.Χ.). Ρήτορας και συγγραφέας από τις Συρακούσες. Θεωρείται ότι έγραψε την πρώτη ρητορική πραγματεία. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του, από το οποίο δεν έχει διασωθεί τίποτα. Όμως, είναι γνωστό ότι είχε ειδικευτεί στη… …   Dictionary of Greek

  • Vardousia — Infobox Mountain Name=Vardousia Photo=Vardousia.jpg Caption=Mount Vardousia with the peak of Korakas, seen from the west Elevation=convert|2495|m|ft|0 Range= Location=Phocis|, Greece Coordinates= Type= | Age= Translation= |Language= Pronunciation …   Wikipedia

  • Vardousia — Vardousia, Korakas (Βαρδούσια, Κόρακας) Vardousia, Berggipfel Korakas. Ansicht von Westen Höhe 2.495 m …   Deutsch Wikipedia

  • Vardousia (Berg) — Vardousia, Korakas (Βαρδούσια, Κόρακας) Vardousia, Berggipfel Korakas. Ansicht von Westen Höhe …   Deutsch Wikipedia

  • κοράκινος — κοράκινος, ίνη, ον (Α) 1. αυτός που μοιάζει με κόρακα, μαύρος σαν κόρακας 2. φρ. «κορακίνη σφραγίς» είδος φαρμάκου για τον πονόλαιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + κατάλ. ινος (πρβλ. μάλλ ινος, ξύλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • κορακίας — Πτηνό της οικογένειας των κορακιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Coracias garrulus. Το σώμα του έχει μήκος περίπου 30 εκ., μπλε και πράσινο φτέρωμα και καστανοκόκκινη ράχη. Ο κ. είναι κυρίως εντομοφάγος, αν και τρέφεται και με μικρά… …   Dictionary of Greek

  • κορακίνος — κορακῑνος, ὁ (ΑM) είδος θαλάσσιου ψαριού που ονομάστηκε έτσι για το μαύρο χρώμα του («ὅλως δὲ ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε θυννίδες... κορακῑνοι», Αριστοτ.) αρχ. 1. μικρός κόρακας, κορακόπουλο 2. (κατά τον Ησύχ.) κορακίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”